Ένα εκ των αποτελεσματικότερων «όπλων» στη φαρέτρα των Κυπριακών Διωκτικών Αρχών κατά το στάδιο διερεύνησης και εξιχνίασης σοβαρών ποινικών υποθέσεων, ήταν η δυνατότητα αυτών να εξασφαλίζουν ευχερή και απρόσκοπτη πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του εκάστοτε ερευνώμενου υπόπτου προσώπου. 

2. Το Νομικό Πλαίσιο 

Το νομιμοποιητικό υπόβαθρο της προαναφερθείσας δυνατότητας εντοπίζεται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο του 2007, Ν.183(Ι)/2007 (εφ' εξής ‘ο Νόμος'). Ειδικότερα, βάσει του προαναφερθέντος Νόμου, ο αστυνομικός ανακριτής εδύνατο να αποκτά πρόσβαση αλλά και να εξασφαλίζει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφάλιζε από το Δικαστήριο σχετικό διάταγμα (βλ. σχετικά το άρθρο 4(1) του Νόμου). Έτσι, με την εξασφάλιση του υπό κρίση διατάγματος, κάθε  παροχέας υπηρεσιών, με την παρουσίαση του εν λόγω διατάγματος, υποχρεούτο να θέσει, αμέσως και χωρίς οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στη διάθεση του αστυνομικού ανακριτή όλα τα δεδομένα που καθορίζοντο στο διάταγμα (Βλ. σχετικά το άρθρο 5 του Νόμου).

Πρακτικά, σε περίπτωση που υφίσταντο υπόνοιες τέλεσης ενός σοβαρού ποινικού αδικήματος, η Αστυνομία, με την αποκάλυψη των ζητηθέντων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του εκάστοτε ερευνώμενου υπόπτου προσώπου, μπορούσε να «διεισδύσει» επί των εν λόγω δεδομένων και να προβαίνει σε πλήρη και αποτελεσματική εξιχνίαση της υπόθεσης. Σε μεταγενέστερο δε στάδιο, ήτοι με την περάτωση των ανακρίσεων και της διερεύνησης της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή, κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία, προς απόδειξη της ενοχής των εκάστοτε κατηγορουμένων, είχε το δικαίωμα κατάθεσης των σχετικών διαταγμάτων ως επίσης και των ευρημάτων που προέκυψαν δυνάμει της εκτελέσεώς τους. 

3. Η Απόφαση

Παρά ταύτα, η εν λόγω δυνατότητα - εν πολλοίς - «εξαλείφθηκε» την 27η Οκτωβρίου 2021, από την ισχνότατη πλειοψηφία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (εφ' εξής το ‘ΑΔ') σε μια απόφαση «καταπέλτη» (Αναφορικά με την αίτηση του Χατζηιωάννου για την έκδοση εντάλματος Certiorari κ.α., Πολιτικές Αιτήσεις που αφορούν στα Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα αρ. 97/18, 127/18, 140/19-143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20, 27/10/2021) (εφ' εξής ‘η απόφαση'). Επί της ουσίας, η πλειοψηφία του ΑΔ (7 υπέρ και 6 κατά) κατέλυσε το νομιμοποιητικό υπόβαθρο για έκδοση διαταγμάτων τέτοιας φύσεως, καθώς έκρινε ότι ορισμένα άρθρα του νόμου αντιβαίνουν την ενωσιακή Οδηγία 2002/58/ΕΚ, ως επίσης και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία.

4. Πρακτικές Συνέπειες της Απόφασης

Αν και η νομική πτυχή της απόφασης, ομολογουμένως, είναι επιδεκτική εκτενούς ανάλυσης, κριτικής και σχολιασμού, το παρόν άρθρο θα περιοριστεί στα πρακτικά της αποτελέσματα, θέτοντας παράλληλα ορισμένους προβληματισμούς. 

Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αναφύεται συνεπεία της αποφάσεως, αφορά τη «μοίρα» των προσώπων που έχουν ήδη καταδικαστεί δυνάμει μαρτυρίας η οποία εξασφαλίστηκε στη βάση των διατάξεων της νομοθεσίας που κρίθηκε παράνομη και που παράλληλα έχουν απωλέσει το δικαίωμα για έγερση έφεσης, είτε διότι ήγειραν έφεση και αυτή απορρίφθηκε για άλλους λόγους, είτε διότι εξέπνευσε η προθεσμία άσκησής της. Σημειώνεται ότι, ούτε το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ούτε ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155 προνοεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. 

Τούτων λεχθέντων, καθίσταται σαφές ότι τα υπό αναφορά πρόσωπα που εκτίουν ή εξέτισαν ποινή φυλάκισης, δεν διαθέτουν οιονδήποτε ένδικο βοήθημα μέσω του οποίου να εξασφαλίζεται το επανάνοιγμα ή η  επαναξιολόγηση ή η επανεκδίκαση της υποθέσεώς τους, δημιουργώντας κατά τούτο, αίσθημα αδικίας εις βάρος τους. 

Από την άλλη, δύναται να υποστηριχθεί ότι η ρηθείσα αδικία μπορεί να μετριασθεί μέσω του άρθρου 134 του Κεφ.155, σύμφωνα με το οποίο «Εξαιρούμενης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπιν απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο». Ωστόσο, ως προκύπτει και από το λεκτικό της διάταξης, ότι ο αιτητής υποχρεούται να αποδείξει «βάσιμο λόγο», εγχείρημα που στην πράξη φαντάζει εξαιρετικά δυσχερές, ιδιαιτέρως στην περίπτωση που έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταδίκη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δυνατότητα παράτασης δύναται να ωφελήσει, αποκλειστικά και μόνον τα πρόσωπα που παρέλειψαν να ασκήσουν έφεση εναντίον της καταδίκης τους και σε καμία περίπτωση για αυτούς που ήγειραν και απορρίφθηκε. 

Από τα προλεχθέντα, προκύπτει ότι η δυνητική δυνατότητα παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή εγγύηση και θεραπεία υπέρ των προσώπων που καταδικάστηκαν στη βάση παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, θίγοντας κατ' αυτό τον τρόπο, μεταξύ άλλων, το εμπεδωμένο αξίωμα της ασφάλειας δικαίου. 

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι αναφορικά με το αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι διατεθειμένοι να απονέμει ο πρώτος και να εισηγηθεί ο δεύτερος χάρη υπέρ των προσώπων που αδίκως καταδικάστηκαν, δυνάμει της εξουσίας που τους παρέχεται από το άρθρο 53 του Συντάγματος. 

Το επόμενο σημαντικό ερώτημα που αναφύεται, συνδέεται αιτιωδώς με τις εκκρεμούσες υποθέσεις ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Αδιαμφισβήτητα, οι υποθέσεις στις οποίες η μοναδική ή η κύρια «ενοχοποιητική» μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, συνιστά προϊόν εκτέλεσης διαταγμάτων, δυνάμει του προαναφερθέντος νόμου, δεν θα μπορούν να προωθηθούν περαιτέρω και θα τερματισθούν.  

Τούτου λεχθέντος, το ζήτημα που πρέπει να προβληματίσει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης και χειρισμού υποθέσεων, στις οποίες ο πυρήνας της διαθέσιμης μαρτυρίας αποτελεί προϊόν εκτέλεσης διαταγμάτων άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Θα εμμείνει στην περαιτέρω προώθηση αυτών, κατασπαταλώντας κατ' αυτό τον τρόπο πολύτιμο δικαστικό χρόνο ή θα αποφασίσει την αναστολή της ποινικής δίωξης αυτών, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη;

5. Καταληκτικές Σκέψεις

Αποτελεί θέση του γράφοντος ότι η υπό κρίση απόφαση χρήζει έντονου σκεπτικισμού όσον αφορά την επάρκεια των αρμόδιων πολιτειακών θεσμών. Ειδικότερα, καταδεικνύεται ότι το νομοθετικό σώμα κατά την ψήφιση του νόμου δεν έλαβε, ως όφειλε, επιμελώς υπόψη το κανονιστικό πλαίσιο της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Σε κάθε, όμως, περίπτωση και παρά την ενσωμάτωση με εσφαλμένο τρόπο της ρηθείσας Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς όφειλαν, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα της πρόσφατης ενωσιακής νομολογίας, έστω και την υστάτη στιγμή, να προβούν στις ανάλογες τροποποιήσεις του νόμου, πράγμα που απέτυχαν να πράξουν.  

Δεκατέσσερα χρόνια μετά και ύστερα από τη νομικά εσφαλμένη καταδίκη σωρείας προσώπων, εντοπίζονται τελικά οι «παθογένειες» του νόμου. Και να φανταστεί κανείς ότι αν δεν εγειρόταν το θέμα της ασυμβατότητας του νόμου, η κατάσταση αυτή θα συνέχιζε να διαιωνίζεται απρόσκοπτα και θα συνέχιζαν να καταδικάζονται πρόσωπα στη βάση του αντισυνταγματικού νόμου.

Originally published by Fileleftheros newspaper.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.