Δυνάμει και στα πλαίσια του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (174/1989) μετά των συναφών τροποποιήσεων (στο εξής ο «Νόμος»), ως εργατικό ατύχημα ορίζεται «οποιοδήποτε συμβάν ένεκα του οποίου προκαλείται θάνατος ή σωματική βλάβη σε εργοδοτούμενο, εφόσον το συμβάν αυτό προκαλείται από την και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του εργοδοτουμένου».

Η αύξηση των εργατικών ατυχημάτων κατά το 2019, χρονιά κατά την οποία καταγράφηκαν 15 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα στο νησί, έφερε στο φως ένα ζήτημα μείζονος σημασίας, αυτό της επίρριψης ευθύνης σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων.

              I.                        ΕΥΘΥΝΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

Λόγω της σοβαρότητας του να τραυματιστεί ή ακόμα και να αποβιώσει ένας εργοδοτούμενος στα πλαίσια και κατά την εκτέλεση της εργασίας του και λόγω της ανάγκης για πλήρη και ικανοποιητική αποζημίωση του τραυματία ή των οικείων του σε περίπτωση απώλειας, ο νομοθέτης υποχρέωσε δια του προαναφερθέντος Νόμου κάθε εργοδότη να είναι ασφαλισμένος έναντι της ευθύνης του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια αναφορικά με κάθε εργοδοτούμενό του, τόσο για ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στην Κύπρο, όσο και για ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό από εργοδοτούμενους που είναι μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου.

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως ένας εργοδότης έχει την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση να παρέχει στους εργοδοτούμενούς του ένα ασφαλές, υγειές και ευήμερο σύστημα εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, ένας εργοδότης υποχρεούται να παρέχει -μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα:

-          Συστήματα, μεθόδους εργασίας και εγκαταστάσεις χωρίς υποβόσκοντες κινδύνους στο μέτρο του εύλογου και του εφικτού.

-          Ασφαλής χρήση, μεταφορά και αποθήκευση αντικειμένων ή ουσιών.

-          Οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές και ανάλογη εκπαίδευση για αποφυγή ατυχημάτων και για διασφάλιση της ορθής και ασφαλούς διεκπεραίωσης της εκάστοτε εργασίας.

-          Επιτήρηση και επιθεώρηση του συστήματος και του τρόπου εκτέλεσης της εργασίας.

-          Διατήρηση περιβάλλοντος εργασίας το οποίο να είναι ασφαλές και να εξασφαλίζει την ευημερία των εργοδοτούμενων.

Εάν, παρά ταύτα, ο εργοδότης αποτύχει να ανταποκριθεί στα πιο πάνω και ένα εργατικό ατύχημα επισυμβεί με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τον θάνατο του εργαζόμενου, ο τελευταίος ή οι εξαρτώμενοι και κληρονόμοι του αναλόγως της περίπτωσης, δύνανται να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από τον εργοδότη λόγω παράβασης καθήκοντος επιμέλειας το οποίο όφειλε έναντι στον εργοδοτούμενο. Νοείται ότι, εάν ο εργαζόμενος προχωρήσει δικαστικώς για διεκδίκηση αποζημιώσεως, τυχόν απόλυση ή διάκριση στην εργασία λόγω της εκκρεμοδικίας είναι απαράδεκτη και παράνομη.

Σε πιο πρακτικό επίπεδο, η γενική αρχή είναι ότι κάθε πρόσωπο που υφίσταται ζημιά από αμελή πράξη ή παράλειψη άλλου προσώπου, δικαιούται σε αποζημίωση.

Όσον αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις, ήτοι χρηματικές αποζημιώσεις αναφορικά με ζημιές που μπορούν εύκολα να αποτιμηθούν χρηματικά και αποδεικνύονται κυρίως μέσω αποδείξεων πληρωμής και τιμολογίων πχ. έξοδα επίσκεψης γιατρού, έξοδα φυσιοθεραπείας, έξοδα εγχείρησης, δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση ή διευκρίνηση.

Όσον αφορά, όμως, τις γενικές αποζημιώσεις, η χρηματική αποτίμηση είναι ουδόλως εύκολο έργο. Τέτοιου είδους αποζημιώσεις αφορούν κατά κόρον τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη το θύμα καθώς επίσης και πάσης φύσεως μελλοντικές απώλειες και δαπάνες. Για να καταλήξει το Δικαστήριο σε συγκεκριμένο ποσό γενικών αποζημιώσεων, εξετάζει -μεταξύ άλλων- τα εξής:

  1. Σοβαρότητα των τραυματισμών.
  2. Μελλοντικά κατάλοιπα.
  3. Βαθμός αποθεραπείας.
  4. Επιρροή προσωπικής ζωής.
  5. Απώλεια εργασίας.
  6. Μόνιμη ανικανότητα.

Κάθε περίπτωση, κάθε ατύχημα, εδράζεται πάνω στα δικά του διακριτά περιστατικά και γεγονότα και συναφώς το ακριβές ποσό της εκάστοτε αποζημίωσης δεν είναι εύκολα υπολογίσιμο. Μια αναδρομή σε προηγούμενη νομολογία, πρωτόδικων και Ανώτατου Δικαστηρίου, μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα διαφωτιστική και ισχυρή ένδειξη στο ποσό το οποίο ενδεχομένως να επιδικαστεί στον εργοδοτούμενο που τραυματίστηκε ή απεβίωσε συνεπεία εργατικού ατυχήματος λόγω αμέλειας από πλευράς του εργοδότη του.

          II.                        ΕΥΘΥΝΗ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΥ

Η ευθύνη σε εργατικό ατύχημα ενδέχεται να μην επιρρίπτεται μόνο στην μια πλευρά, αυτήν του εργοδότη. Υπάρχουν περιπτώσεις που υπό τις περιστάσεις διαφαίνεται πως ο εργοδοτούμενος είναι επίσης υπεύθυνος για το ατύχημα από το οποίο υπέστη σωματικές και άλλες βλάβες. Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ένοχος «συντρέχουσας αμέλειας» και η ευθύνη του καθορίζεται με τρόπο ποσοστιαίο.

Ειδικότερα, συντρέχουσα αμέλεια υφίσταται όταν το άτομο που τραυματίστηκε δεν πήρε για τον εαυτό του εύλογες προφυλάξεις, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη ζημιά του. Κάποιος εργαζόμενος μπορεί να βρεθεί υπεύθυνος για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί σε περίπτωση που δεν ενεργούσε με τον τρόπο που θα ενεργούσε ο μέσος λογικός συνετός εργαζόμενος.

Η συντρέχουσα αμέλεια έχει ως λόγο τη συμβολή του τραυματισθέντα, με πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου, στην πρόκληση της βλάβης την οποία υπέστη ή τη σοβαρότητά της. Εφόσον αυτή αποδεικνύεται, επιμερίζεται η ευθύνη μεταξύ του ενάγοντα και του αμελούς εναγομένου, ανάλογα με την υπαιτιότητα ενός εκάστου και την αιτιώδη σχέση μεταξύ των υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεών τους και της επελθούσας βλάβης. Δηλαδή, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι υπάρχει συντρέχουσα αμέλεια από πλευράς του εργοδοτούμενου, τότε καθορίζεται το ποσοστό ευθύνης του και η αποζημίωση που θα λάμβανε μειώνεται αναλογικά.

Σε περίπτωση εργατικών αδικημάτων είναι πιο δύσκολο να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο εργαζόμενος που τραυματίστηκε ήταν επίσης αμελής, διότι συνήθως ο εργοδοτούμενος δεν έχει άλλη επιλογή από το να εκτελέσει την εργασία που οδήγησε στο ατύχημα. Εν ολίγοις, στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εργαζόμενο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι έχει περιορισμένη επιλογή ως προς τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία εκτελεί την εργασία του και ότι η επιλογή να αποχωρήσει από την εργασία του δεν είναι ενδεχόμενο που εύκολα αντιμετωπίζει ή αποδέχεται ο εργοδοτούμενος.

Γενικότερα, όταν η εκτέλεση της επικίνδυνης εργασίας από τον εργοδοτούμενο είναι μονόδρομος διότι εάν αρνηθεί θα χάσει την εργασία του, τότε δεν μπορεί να επιβαρύνεται με συντρέχουσα αμέλεια.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.