Το άρθρο 74(1) (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος προνοεί ότι, στα πλαίσια ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του και καλείται από το Δικαστήριο να προβάλει την υπεράσπιση του, έχει το δικαίωμα να επιλέξει να προβεί είτε σε ανώμοτη δήλωση, είτε να δώσει μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα είτε να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής.

Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιλέξει να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, τότε του δίδεται το δικαίωμα να παραθέσει την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα της ποινικής υπόθεσης από το ειδώλιο του κατηγορούμενο χωρίς όμως να ορκιστεί και ως εκ τούτου οι δηλώσεις του δεν θα υπόκεινται σε αντεξέταση από την κατηγορούσα αρχή. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς, προβλημάτισε τα Δικαστήρια καθώς δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου. Όπως προκύπτει από την κυπριακή άλλα και ξένη νομολογία η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίδει βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος. Το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ότι η ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου δεν είναι μαρτυρία, υπό την έννοια ότι δεν έχει ελεγχθεί με αντεξέταση και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς απόδειξη των κατηγοριών.

Τα σύνηθες σφάλματα που υποπίπτουν τα Δικαστήρια, κατά την αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης, είναι (α) ότι ξεφεύγουν από τις νομολογικές αρχές και εξετάζουν την ανώμοτη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία και (β) σχολιάζουν την επιλογή κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Τα εν λόγω σφάλματα οδηγούν ένα μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων όπως προβούν σε πληθώρα παραπόνων και να προσβάλουν τις εν λόγω αποφάσεις ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισε το συγκεκριμένο πρόβλημα καταργώντας το εν λόγω δικαίωμα, εφόσον θεωρήθηκε ότι το δικαίωμα στην ανώμοτη δήλωση δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα δικαιώματα της δικαιοσύνης. Το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι η κατάργηση του δικαιώματος στην ανώμοτη δήλωση, ακολουθήσαν και άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, μεταξύ των οποίων η Νέα Ζηλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ο Καναδάς.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε την 22/06/2016 στην Ποινική Έφεση υπ' αριθμό 91/2014 μεταξύ του Α.Δ. και της Δημοκρατίας, στάθηκε η αφορμή για να αναδειχθεί, για μια ακόμη φορά, το πρόβλημα της ανώμοτης δήλωσης και να προταθεί νομοσχέδιο στην Βουλή από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως. Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η τροποποίηση του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ώστε να απαλειφθούν οι διατάξεις που έδιδαν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας. Με την κατάργηση του εν λόγω δικαιώματος, ο κατηγορούμενος σε περίπτωση που αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, θα δύναται να ασκήσει το δικαίωμα, ήτοι να δώσει μαρτυρία από τη θέση του εξεταζόμενου μάρτυρα αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, όποτε υπόκειται σε αντεξέταση μάρτυρα, ή να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής.

Στα πλαίσια συζήτησης του νομοσχεδίου από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως και της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, κρίθηκε σκόπιμη η τροποποίηση του Νόμου καθώς:

  1. Ανέκαθεν υπήρχε η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης και των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν και ως εκ τούτου εκλείπει ο λόγος ύπαρξης του δικαιώματος της ανώμοτης δήλωσης, με αποτέλεσμα πλέον να συνιστά ιστορικό αναχρονισμό.
  2. Η ανώμοτη δήλωση ως επεξηγήθηκε και ανωτέρω δεν συνιστά μαρτυρία με την αυστήρη έννοια του όρου και έχει πειστική παρά αποδεικτική αξία με αποτέλεσμα να δημιουργεί προβλήματα στην αξιολόγηση της από τα εκάστοτε Δικαστήρια.
  3. Οι κατηγορούμενοι στις πλείστες περιπτώσεις ασκούσαν το εν λόγω δικαίωμα καταχρηστικά και ενδεχομένως η καταχρηστική επιλογή της ανώμοτης δήλωσης να συνεπάγεται πλήγμα στην δίκαιη δίκη.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο τέθηκε ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων και στις 14/04/2022 υπερψηφίστηκε. Ως εκ τούτου, η κατάργηση της ανώμοτης δήλωσης δεν εφαρμόζεται αναδρομικά, καθώς είναι μια τροποποίηση η οποία επηρεάζει τα δικαιώματα κατηγορουμένων και ως εκ τούτου έχει τεθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις που καταχωρήθηκαν από τις 29 Απριλίου 2022 και μετέπειτα.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.